- θηλυκόσωμον
- θηλυκόσωμον, 68τό (Μ)παράσταση θηλυκού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς ουσιαστικοποιημένο ουδ. αμάρτυρου επιθ. *θηλυκό-σωμος< θηλυκός + -σωμος (< σώμα), πρβλ. εύ-σωμος, μεγαλό-σωμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.